- ὑπάρχους
- ὕπαρχοςsubordinate commandermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύπαρχος — ο / ὕπαρχος, ΝΜΑ υπαρχηγός, υποδιοικητής νεοελλ. ναυτ. ο αμέσως μετά τον κυβερνήτη μάχιμος αξιωματικός πολεμικού πλοίου, ο οποίος αποτελεί τον άμεσο βοηθό και συνεργάτη του νεοελλ. μσν. φρ. «ύπαρχος τού στρατοπέδου» (στο Βυζ.) ο υπεύθυνος τής… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek